- μόνοιασμα
- το, -ατοςη συμφιλίωση: Το μόνοιασμα ανάμεσα στο ζευγάρι έγινε χάρη στις προσπάθειες των δικηγόρων τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μόνοιασμα — το [μονοιάζω] η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού μονοιάζω, αποκατάσταση φιλικών σχέσεων, συμφιλίωση … Dictionary of Greek
αδέλφωμα — και αδέρφωμα, το [αδελφώνω] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. σύμφυση βλαστών, παραφυάδων από το ίδιο στέλεχος ενός φυτού, κυρίως δημητριακών … Dictionary of Greek
φιλίωσις — ώσεως, ἡ, Μ [φιλιῶ] 1. συμφιλίωση, μόνοιασμα 2. στον πληθ. αἱ φιλιώσεις ερωτικές επαφές … Dictionary of Greek